- σκοτεινοτης
- σκοτεινότης-ητος ἥ темнота, тьма, мрак Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σκοτεινότητα — σκοτεινότης darkness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινότητα — η / σκοτεινότης, ητος, ΝΑ [σκοτεινός] 1. η ιδιότητα τού σκοτεινού, σκοτεινιά, σκοτεινάδα 2. μτφ. έλλειψη σαφήνειας, ασάφεια (α. «σκοτεινότητα ύφους» β. «ὁ μὲν ἀποδιδράσκων εἰς τὴν τοῡ μὴ ὄντος σκοτεινότητα», Πλάτ.) … Dictionary of Greek